μπέε

μπέε
και μέε
άκλ. βέλασμα προβάτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επιφώνημα ηχομιμητικής προέλευσης που αποδίδει το βέλασμα προβάτου (πρβλ. αρχ. βῆ / bē /)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”